Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Venus < (άμεσο δάνειο) λατινική Venus

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Venus (en) θηλυκό

  1. (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) η ρωμαϊκή θεότητα Venus, η αντίστοιχη της ελληνικής Αφροδίτης
  2. (αστρονομία) ο πλανήτης Αφροδίτη



Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 
 

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Venus (de) θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. ο πλανήτης Αφροδίτη
  2. (μυθολογία) η θεά Αφροδίτη



Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Venus < πρωτοϊταλική *wenos ‎(αγάπη) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wenh₁- ‎(αγαπώ)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwe.nus/

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Venus θηλυκό

  1. (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) θεότηταΑφροδίτη)
  2. (αστρονομία) ο δεύτερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Venus Venerēs
γενική Veneris Venerum
δοτική Venerī Veneribus
αιτιατική Venerem Venerēs
κλητική Venus Venerēs
αφαιρετική Venere Veneribus
(γ' κλίση)