Venus
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Venus < (άμεσο δάνειο) λατινική Venus
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Venus (en) θηλυκό
- (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) η ρωμαϊκή θεότητα Venus, η αντίστοιχη της ελληνικής Αφροδίτης
- (αστρονομία) ο πλανήτης Αφροδίτη
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Venus (de) θηλυκό, μόνο στον ενικό
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Venus < πρωτοϊταλική *wenos (αγάπη) < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wenh₁- (αγαπώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Venus θηλυκό
- (ρωμαϊκή μυθολογία, θεωνύμιο) θεότητα (η Αφροδίτη)
- (αστρονομία) ο δεύτερος πλανήτης του ηλιακού μας συστήματος
Επεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | Venus | Venerēs |
γενική | Veneris | Venerum |
δοτική | Venerī | Veneribus |
αιτιατική | Venerem | Venerēs |
κλητική | Venus | Venerēs |
αφαιρετική | Venere | Veneribus |