Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναφρόδιτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναφρόδιτ
ος
η
αναφρόδιτ
η
το
αναφρόδιτ
ο
γενική
του
αναφρόδιτ
ου
της
αναφρόδιτ
ης
του
αναφρόδιτ
ου
αιτιατική
τον
αναφρόδιτ
ο
την
αναφρόδιτ
η
το
αναφρόδιτ
ο
κλητική
αναφρόδιτ
ε
αναφρόδιτ
η
αναφρόδιτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναφρόδιτ
οι
οι
αναφρόδιτ
ες
τα
αναφρόδιτ
α
γενική
των
αναφρόδιτ
ων
των
αναφρόδιτ
ων
των
αναφρόδιτ
ων
αιτιατική
τους
αναφρόδιτ
ους
τις
αναφρόδιτ
ες
τα
αναφρόδιτ
α
κλητική
αναφρόδιτ
οι
αναφρόδιτ
ες
αναφρόδιτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναφρόδιτος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αναφρόδιτος, -η, -ο
(
ιατρική
) που πάσχει από
αναφροδισία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναφρόδιτος