hermaphrodite
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛʁ.ma.fʁɔ.dit/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hermaphrodite | hermaphrodites |
hermaphrodite (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hermaphrodite | hermaphrodites |
hermaphrodite (fr) αρσενικό ή θηλυκό