Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

macho < machiste

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
macho machos

macho (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (οικείο) φαλλοκράτης
    → δείτε τη λέξη  macho

Συνώνυμα επεξεργασία