macho
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- macho < machiste
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
macho | machos |
macho (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) φαλλοκράτης
- → δείτε τη λέξη macho
ενικός | πληθυντικός |
macho | machos |
macho (fr) αρσενικό ή θηλυκό