phallocrate
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phallocrate | phallocrates |
phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phallocrate | phallocrates |
phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phallocrate | phallocrates |
phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phallocrate | phallocrates |
phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό