Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phallocrate phallocrates

phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φαλλοκρατικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
phallocrate phallocrates

phallocrate (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. φαλλοκράτης

Συνώνυμα

επεξεργασία