Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαλλοκρατικός η φαλλοκρατική το φαλλοκρατικό
      γενική του φαλλοκρατικού της φαλλοκρατικής του φαλλοκρατικού
    αιτιατική τον φαλλοκρατικό τη φαλλοκρατική το φαλλοκρατικό
     κλητική φαλλοκρατικέ φαλλοκρατική φαλλοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαλλοκρατικοί οι φαλλοκρατικές τα φαλλοκρατικά
      γενική των φαλλοκρατικών των φαλλοκρατικών των φαλλοκρατικών
    αιτιατική τους φαλλοκρατικούς τις φαλλοκρατικές τα φαλλοκρατικά
     κλητική φαλλοκρατικοί φαλλοκρατικές φαλλοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαλλοκρατικός < φαλλοκράτης

  Επίθετο επεξεργασία

φαλλοκρατικός -ή -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία