φαλλοκράτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φαλλοκράτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική phallocrat < αρχαία ελληνική φαλλός + -κράτης (κρατέω / κρατῶ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαλλοκράτης αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- φαλλοκρατία
- φαλλοκρατικά
- φαλλοκρατικός
- → δείτε τις λέξεις φαλλός και κρατώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαλλοκράτης