ἄρρενος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἄρρενος
- γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἄρρην
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους (ἄρρεν) του ἄρρην
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαἄρρενος αρσενικό
Δείτε επίσης : άρρενος |
ἄρρενος
ἄρρενος αρσενικό