Δείτε επίσης: άρρενος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ἄρρενος

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἄρρην
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (ἄρρεν) του ἄρρην

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ἄρρενος αρσενικό