Δείτε επίσης: ἄρρενος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.re.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐ρε‐νος

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

άρρενος (λόγιο)

  1. γενική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του άρρην
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (άρρεν) του άρρην

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

άρρενος αρσενικό