προσιδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.si.ðiˈa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σι‐δι‐ά‐ζω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐ι‐δι‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσιδιάζω, πρτ.: προσιδίαζα, συνήθως, στον ενεστώτα και παρατατικό, συχνά στο γ' πρόσωπο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προσιδιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.