συνάδει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συνάδει < αρχαία ελληνική συνᾴδει < συνᾴδω < σὺν + ᾄδω
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυνάδει (τριτοπρόσωπο ρήμα)
- (λόγιο, απρόσωπο ρήμα) κάτι αρμόζει, ταιριάζει, συμφωνεί με κάτι άλλο
- αυτού του είδους η συμπεριφορά δε συνάδει με τις πεποιθήσεις μου