αρμόζει
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρμόζει < γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος αρμόζω
Ρήμα Επεξεργασία
αρμόζει
- (προσωπικό και απρόσωπο ρήμα) ταιριάζει, πρέπει, είναι κατάλληλο
Μεταφράσεις Επεξεργασία
αρμόζει
|