Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταιριάζει < γ’ ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος ταιριάζω

  Ρήμα επεξεργασία

ταιριάζει

  Μεταφράσεις επεξεργασία