Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβαδίζω < (ελληνιστική κοινήσυμβαδίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siɱ.vaˈði.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

συμβαδίζω

  1. (λόγιο) περπατώ μαζί με κάποιον (συμπορεύομαι)
  2. (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον με τον ίδιο ρυθμό, ώστε να εξελίσσομαι ταυτόχρονα με αυτόν
    δυσκολεύεται να συμβαδίσει με τους υπόλοιπους μαθητές του τμήματος
  3. (γενικότερα) ταιριάζω, συνάδω, συμφωνώ
    ο τόνος της φωνής της συμβαδίζει με την προσωπικότητά της


Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμβαδίζω < συν και βαδίζω

  Ρήμα επεξεργασία

συμβαδίζω

  1. βαδίζω, προχωρώ μαζί με κάποιον άλλο