συμβαδίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβαδίζω < (ελληνιστική κοινή) συμβαδίζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /siɱ.vaˈði.zo/
Ρήμα
επεξεργασίασυμβαδίζω
- (λόγιο) περπατώ μαζί με κάποιον (συμπορεύομαι)
- (μεταφορικά) ακολουθώ κάποιον με τον ίδιο ρυθμό, ώστε να εξελίσσομαι ταυτόχρονα με αυτόν
- δυσκολεύεται να συμβαδίσει με τους υπόλοιπους μαθητές του τμήματος
- (γενικότερα) ταιριάζω, συνάδω, συμφωνώ
- ο τόνος της φωνής της συμβαδίζει με την προσωπικότητά της
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβαδίζω | συμβάδιζα | θα συμβαδίζω | να συμβαδίζω | συμβαδίζοντας | |
β' ενικ. | συμβαδίζεις | συμβάδιζες | θα συμβαδίζεις | να συμβαδίζεις | συμβάδιζε | |
γ' ενικ. | συμβαδίζει | συμβάδιζε | θα συμβαδίζει | να συμβαδίζει | ||
α' πληθ. | συμβαδίζουμε | συμβαδίζαμε | θα συμβαδίζουμε | να συμβαδίζουμε | ||
β' πληθ. | συμβαδίζετε | συμβαδίζατε | θα συμβαδίζετε | να συμβαδίζετε | συμβαδίζετε | |
γ' πληθ. | συμβαδίζουν(ε) | συμβάδιζαν συμβαδίζαν(ε) |
θα συμβαδίζουν(ε) | να συμβαδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συμβάδισα | θα συμβαδίσω | να συμβαδίσω | συμβαδίσει | ||
β' ενικ. | συμβάδισες | θα συμβαδίσεις | να συμβαδίσεις | συμβάδισε | ||
γ' ενικ. | συμβάδισε | θα συμβαδίσει | να συμβαδίσει | |||
α' πληθ. | συμβαδίσαμε | θα συμβαδίσουμε | να συμβαδίσουμε | |||
β' πληθ. | συμβαδίσατε | θα συμβαδίσετε | να συμβαδίσετε | συμβαδίστε | ||
γ' πληθ. | συμβάδισαν συμβαδίσαν(ε) |
θα συμβαδίσουν(ε) | να συμβαδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβαδίσει | είχα συμβαδίσει | θα έχω συμβαδίσει | να έχω συμβαδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συμβαδίσει | είχες συμβαδίσει | θα έχεις συμβαδίσει | να έχεις συμβαδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συμβαδίσει | είχε συμβαδίσει | θα έχει συμβαδίσει | να έχει συμβαδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβαδίσει | είχαμε συμβαδίσει | θα έχουμε συμβαδίσει | να έχουμε συμβαδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συμβαδίσει | είχατε συμβαδίσει | θα έχετε συμβαδίσει | να έχετε συμβαδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβαδίσει | είχαν συμβαδίσει | θα έχουν συμβαδίσει | να έχουν συμβαδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβαδίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυμβαδίζω
- βαδίζω, προχωρώ μαζί με κάποιον άλλο