Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδροπρεπώς < (καθαρεύουσα) ἀνδροπρεπῶς → δείτε τη λέξη ανδροπρεπής

  Επίρρημα επεξεργασία

ανδροπρεπώς

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία