viril
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viril | virils |
θηλυκό | virile | viriles |
viril (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | viril | virils |
θηλυκό | virile | viriles |
viril (fr)