Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θηλυδρίας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
θηλυδρί
ας
οι
θηλυδρί
ες
γενική
του
θηλυδρί
α
των
θηλυδρι
ών
αιτιατική
τον
θηλυδρί
α
τους
θηλυδρί
ες
κλητική
θηλυδρί
α
θηλυδρί
ες
Κατηγορία
όπως «
γαλαξίας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θηλυδρίας
< (
διαχρονικό δάνειο
)
αρχαία ελληνική
θηλυδριάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θηλυδρίας
αρσενικό
(
αρχαιοπρεπές
)
θηλυπρεπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θηλυδρίας
→
δείτε
τη λέξη
θηλυπρεπής