faggot
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
faggot | faggots |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfaggot (en) και συντμημένο: fag (en)
Ρήμα
επεξεργασίαfaggot (en)
ενικός | πληθυντικός |
faggot | faggots |
faggot (en) και συντμημένο: fag (en)
faggot (en)