Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

δεματίζω (el)

  1. χωρίζω σε ποσότητες και τα δένω (πχ. πρώτη ύλη)
  2. ταξινομώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία