δεματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδεματίζω (el)
- χωρίζω σε ποσότητες και τα δένω (πχ. πρώτη ύλη)
- ταξινομώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δεματίζω | δεμάτιζα | θα δεματίζω | να δεματίζω | δεματίζοντας | |
β' ενικ. | δεματίζεις | δεμάτιζες | θα δεματίζεις | να δεματίζεις | δεμάτιζε | |
γ' ενικ. | δεματίζει | δεμάτιζε | θα δεματίζει | να δεματίζει | ||
α' πληθ. | δεματίζουμε | δεματίζαμε | θα δεματίζουμε | να δεματίζουμε | ||
β' πληθ. | δεματίζετε | δεματίζατε | θα δεματίζετε | να δεματίζετε | δεματίζετε | |
γ' πληθ. | δεματίζουν(ε) | δεμάτιζαν δεματίζαν(ε) |
θα δεματίζουν(ε) | να δεματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δεμάτισα | θα δεματίσω | να δεματίσω | δεματίσει | ||
β' ενικ. | δεμάτισες | θα δεματίσεις | να δεματίσεις | δεμάτισε | ||
γ' ενικ. | δεμάτισε | θα δεματίσει | να δεματίσει | |||
α' πληθ. | δεματίσαμε | θα δεματίσουμε | να δεματίσουμε | |||
β' πληθ. | δεματίσατε | θα δεματίσετε | να δεματίσετε | δεματίστε | ||
γ' πληθ. | δεμάτισαν δεματίσαν(ε) |
θα δεματίσουν(ε) | να δεματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δεματίσει | είχα δεματίσει | θα έχω δεματίσει | να έχω δεματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις δεματίσει | είχες δεματίσει | θα έχεις δεματίσει | να έχεις δεματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει δεματίσει | είχε δεματίσει | θα έχει δεματίσει | να έχει δεματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δεματίσει | είχαμε δεματίσει | θα έχουμε δεματίσει | να έχουμε δεματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε δεματίσει | είχατε δεματίσει | θα έχετε δεματίσει | να έχετε δεματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δεματίσει | είχαν δεματίσει | θα έχουν δεματίσει | να έχουν δεματίσει |
|