μεταφορικά
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεταφορικά < μεταφορικός + -ά
Επίρρημα Επεξεργασία
μεταφορικά
- με τρόπο μεταφορικό
- μιλώντας μεταφορικά
Αντώνυμα Επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μεταφορικά | ||
γενική | των | μεταφορικών | ||
αιτιατική | τα | μεταφορικά | ||
κλητική | μεταφορικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό Επεξεργασία
μεταφορικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις Επεξεργασία
μη κυριολεκτικά
έξοδα μεταφοράς
Κλιτικός τύπος επιθέτου Επεξεργασία
μεταφορικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μεταφορικό