• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

enfoiré

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό enfoiré enfoirés
θηλυκό enfoirée enfoirées

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

enfoiré (fr)

  1. (χυδαίο) καθίκι, καριόλης, γαμιόλης, πούστης
    ≈ συνώνυμα: enculé, salaude
  2. (λαϊκό) φίλος, φιλαράκι, κολλητός
    ≈ συνώνυμα: copain, pote
  3. (παρωχημένο) δύστροπος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=enfoiré&oldid=5608964"
Τελευταία επεξεργασία στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 11:13
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 23 Οκτωβρίου 2022, στις 11:13.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie