↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαπρωκτικός η διαπρωκτική το διαπρωκτικό
      γενική του διαπρωκτικού της διαπρωκτικής του διαπρωκτικού
    αιτιατική τον διαπρωκτικό τη διαπρωκτική το διαπρωκτικό
     κλητική διαπρωκτικέ διαπρωκτική διαπρωκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαπρωκτικοί οι διαπρωκτικές τα διαπρωκτικά
      γενική των διαπρωκτικών των διαπρωκτικών των διαπρωκτικών
    αιτιατική τους διαπρωκτικούς τις διαπρωκτικές τα διαπρωκτικά
     κλητική διαπρωκτικοί διαπρωκτικές διαπρωκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Επίθετο

επεξεργασία

διαπρωκτικός (el), -ή, -ό

  • διάμεσω του πρωκτού
    ※  Η κλινική εξέταση , ο ενδοσκοπικός (διαπρωκτικός) υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν στη διάγνωση και σταδιοποίηση της νόσου. ([1])

  Μεταφράσεις

επεξεργασία