διαπρωκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
διαπρωκτικός (el), -ή, -ό
- διάμεσω του πρωκτού
- ※ Η κλινική εξέταση , ο ενδοσκοπικός (διαπρωκτικός) υπέρηχος και η μαγνητική τομογραφία βοηθούν στη διάγνωση και σταδιοποίηση της νόσου. ([1])