πουστιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πουστιά | οι | πουστιές |
γενική | της | πουστιάς | των | πουστιών |
αιτιατική | την | πουστιά | τις | πουστιές |
κλητική | πουστιά | πουστιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπουστιά θηλυκό
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) ατιμία, εξαπάτηση, δόλια ενέργεια, αθέτηση μια υπόσχεσης ή συμφωνίας
- Ενώ είχαμε συμφωνήσει να αγοράσει όλη τα υλικά από μας κι είχαμε δώσει τα χέρια, λίγο πριν υπογραφεί η συμφωνία, μας έκανε μεγάλη πουστιά και τ’ αγόρασε απ’ τους ανταγωνιστές μας.
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πουστιά
|