μπινιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπινιά | οι | μπινιές |
γενική | της | μπινιάς | των | μπινιών |
αιτιατική | την | μπινιά | τις | μπινιές |
κλητική | μπινιά | μπινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- ύπουλη ενέργεια, η ενέργεια του μπινέ, τσατσιά, πουστιά (με την έννοια της μπαγαποντιάς)
- παθητική συνουσία ομοφυλόφιλου (η αρχική σημασία, πλέον σπανιότερη)