Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσατσιά οι τσατσιές
      γενική της τσατσιάς των τσατσιών
    αιτιατική την τσατσιά τις τσατσιές
     κλητική τσατσιά τσατσιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσατσιά < τσάτσος + -ιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσατσιά θηλυκό