μπινές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπινές | οι | μπινέδες |
γενική | του | μπινέ | των | μπινέδων |
αιτιατική | τον | μπινέ | τους | μπινέδες |
κλητική | μπινέ | μπινέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπινές αρσενικό
- (χυδαίο) (αργκό) ομοφυλόφιλος άντρας που αναλαμβάνει και παθητικό αλλά και ενεργητικό ρόλο στη σεξουαλική πράξη
- (υβριστικό) υβριστική προσφώνηση
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ομοφυλόφιλος