Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπινεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπινεύω
<
μπινές
+
-εύω
<
τουρκική
ibne
<
αραβική
ابنة
(
íbna
,
κόρη
,
κοπέλα
),
θηλυκό
του
ابن
Ρήμα
επεξεργασία
μπινεύω
(
παρωχημένο
,
λαϊκότροπο
)
είμαι
μπινές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπινεύω