Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παλιόπουστας οι παλιόπουστες
      γενική του παλιόπουστα των παλιόπουστων
    αιτιατική τον παλιόπουστα τους παλιόπουστες
     κλητική παλιόπουστα παλιόπουστες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόπουστας < παλιό- + πούστης + -ας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόπουστας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία