↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρανσεξουαλικός η τρανσεξουαλική το τρανσεξουαλικό
      γενική του τρανσεξουαλικού της τρανσεξουαλικής του τρανσεξουαλικού
    αιτιατική τον τρανσεξουαλικό την τρανσεξουαλική το τρανσεξουαλικό
     κλητική τρανσεξουαλικέ τρανσεξουαλική τρανσεξουαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρανσεξουαλικοί οι τρανσεξουαλικές τα τρανσεξουαλικά
      γενική των τρανσεξουαλικών των τρανσεξουαλικών των τρανσεξουαλικών
    αιτιατική τους τρανσεξουαλικούς τις τρανσεξουαλικές τα τρανσεξουαλικά
     κλητική τρανσεξουαλικοί τρανσεξουαλικές τρανσεξουαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρανσεξουαλικός < τρανσέξουαλ + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transsexual)

  Επίθετο

επεξεργασία

τρανσεξουαλικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρανσεξουαλικός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία