Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασεξουαλικός η ασεξουαλική το ασεξουαλικό
      γενική του ασεξουαλικού της ασεξουαλικής του ασεξουαλικού
    αιτιατική τον ασεξουαλικό την ασεξουαλική το ασεξουαλικό
     κλητική ασεξουαλικέ ασεξουαλική ασεξουαλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασεξουαλικοί οι ασεξουαλικές τα ασεξουαλικά
      γενική των ασεξουαλικών των ασεξουαλικών των ασεξουαλικών
    αιτιατική τους ασεξουαλικούς τις ασεξουαλικές τα ασεξουαλικά
     κλητική ασεξουαλικοί ασεξουαλικές ασεξουαλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασεξουαλικός < α + σεξουαλικός

  Επίθετο επεξεργασία

ασεξουαλικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με τον ασέξουαλ
  2. ο ασέξουαλ, ο μη έχων ερωτικής επιθυμίας, ο μην έχων σεξουαλικής επιθυμίας
    • μερικοί ασέξουαλς έχουν πόθο αγκαλιάς, φιλιού και μη ολοκληρωμένης σχέσης, άλλοι δεν έχουν καμία ερωτική επιθυμία
  3. άνθρωπος που απέχει απ' το σεξ

  Μεταφράσεις επεξεργασία