Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

chaste (en)

  1. αγνός, καθαρός (από ηθική άποψη)
    a chaste mind; chaste eyes
  2. αγνός, παρθένος (αυτός που απέχει από τη σεξουαλική επαφή)
  3. ασεξουαλικός
  4. (στις τέχνες) απλός, αυστηρός
    a chaste style in composition or art



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chaste chastes

  Επίθετο επεξεργασία

chaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγνός, παρθένος

Συγγενικά επεξεργασία