chaste
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
chaste (en)
- αγνός, καθαρός (από ηθική άποψη)
- a chaste mind; chaste eyes
- αγνός, παρθένος (αυτός που απέχει από τη σεξουαλική επαφή)
- ασεξουαλικός
- (στις τέχνες) απλός, αυστηρός
- a chaste style in composition or art
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chaste | chastes |
chaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό