διαφυλικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intersex)
- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transgender)
- διαφυλικός < διαφυλία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαδιαφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του διεμφυλικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τη διαφυλία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδιαφυλικός αρσενικό (θηλυκό διαφυλική)
- (νεολογισμός) αυτός που χαρακτηρίζεται από διαφυλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
διεμφυλικός
|