διαφυλικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (1. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersex. 2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgender)
Επίθετο επεξεργασία
διαφυλικός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (νεολογισμός) άλλη μορφή του διεμφυλικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
διεμφυλικός
|