Δείτε επίσης: διαφυλλικός, διεμφυλικός, έμφυλος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαφυλικός η διαφυλική το διαφυλικό
      γενική του διαφυλικού της διαφυλικής του διαφυλικού
    αιτιατική τον διαφυλικό τη διαφυλική το διαφυλικό
     κλητική διαφυλικέ διαφυλική διαφυλικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαφυλικοί οι διαφυλικές τα διαφυλικά
      γενική των διαφυλικών των διαφυλικών των διαφυλικών
    αιτιατική τους διαφυλικούς τις διαφυλικές τα διαφυλικά
     κλητική διαφυλικοί διαφυλικές διαφυλικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική intersex)
  2. διαφυλικός < δια- + φύλο + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική transgender)
  3. διαφυλικός < διαφυλία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διαφυλικός, -ή, -ό

  1. (νεολογισμός) που έχει σχέση με τα δύο φύλα και τις μεταξύ τους σχέσεις ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (νεολογισμός) άλλη μορφή του διεμφυλικός
  3. (νεολογισμός) που έχει σχέση με τη διαφυλία ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαφυλικός αρσενικό (θηλυκό διαφυλική)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία