εμφύλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /eɱˈfi.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐φύ‐λι‐ος
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εμφύλιος | η | εμφύλια | το | εμφύλιο |
γενική | του | εμφύλιου | της | εμφύλιας | του | εμφύλιου |
αιτιατική | τον | εμφύλιο | την | εμφύλια | το | εμφύλιο |
κλητική | εμφύλιε | εμφύλια | εμφύλιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εμφύλιοι | οι | εμφύλιες | τα | εμφύλια |
γενική | των | εμφύλιων | των | εμφύλιων | των | εμφύλιων |
αιτιατική | τους | εμφύλιους | τις | εμφύλιες | τα | εμφύλια |
κλητική | εμφύλιοι | εμφύλιες | εμφύλια | |||
Στη γενική ενικού και πληθυντικού και την αιτιατική πληθυντικού συχνά κατεβαίνει ο τόνος εμφυλίου, εμφυλίων, εμφυλίους όπως στο ουσιαστικό | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
- εμφύλιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμφύλιος. Συγχρονικά αναλύεται σε εμ- + φύλ(ο) + -ιος
Επίθετο
επεξεργασίαεμφύλιος, -α, -ο
- (για συγκρούσεις) που γίνεται ανάμεσα σε ανθρώπους που ανήκουν στο ίδιο έθνος, φυλή ή γενικότερα στο ίδιο οργανωμένο σύνολο
- ⮡ εμφύλιος πόλεμος, εμφύλια διαμάχη, εμφύλια σύρραξη
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εμφύλιος | οι | εμφύλιοι |
γενική | του | εμφυλίου & εμφύλιου |
των | εμφυλίων |
αιτιατική | τον | εμφύλιο | τους | εμφυλίους |
κλητική | εμφύλιε | εμφύλιοι | ||
Το ουσιαστικό συνήθως κατεβάζει τον τόνο. Δείτε και την κλίση του επιθέτου | ||||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- εμφύλιος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου εμφύλιος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεμφύλιος αρσενικό
- ο εμφύλιος πόλεμος
- ※ Ο εμφύλιος την ανάγκασε να παρατήσει ξανά την επιστήμη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εμφύλιος