↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμφυλιοπολεμικός η εμφυλιοπολεμική το εμφυλιοπολεμικό
      γενική του εμφυλιοπολεμικού της εμφυλιοπολεμικής του εμφυλιοπολεμικού
    αιτιατική τον εμφυλιοπολεμικό την εμφυλιοπολεμική το εμφυλιοπολεμικό
     κλητική εμφυλιοπολεμικέ εμφυλιοπολεμική εμφυλιοπολεμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμφυλιοπολεμικοί οι εμφυλιοπολεμικές τα εμφυλιοπολεμικά
      γενική των εμφυλιοπολεμικών των εμφυλιοπολεμικών των εμφυλιοπολεμικών
    αιτιατική τους εμφυλιοπολεμικούς τις εμφυλιοπολεμικές τα εμφυλιοπολεμικά
     κλητική εμφυλιοπολεμικοί εμφυλιοπολεμικές εμφυλιοπολεμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εμφυλιοπολεμικός < εμφύλιος + πολεμικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εμφυλιοπολεμικός, -ή, -ό

  1. ο σχετικός με εμφύλιο πόλεμο
  2. (μεταφορικά) σχετικός με δυναμική εσωτερική αντιπαράθεση, σε κοινωνική ομάδα, πολιτικό κόμμα, συνασπισμό, ομοσπονδία κ.λπ.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία