Δείτε: εκ, εκ-, έκ-, ἐκ, ἐκ-, ἔκ-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκ- < αρχαία ελληνική ἐκ- / ἐξ- < πρόθεση ἐκ / ἐξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *eḱs / *eǵʰs / *h₁eǵʰs.

  Πρόθημα επεξεργασία

εκ- ή έκ- και εξ- ή έξ-

Αντώνυμα επεξεργασία

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • εξ- ή έξ- (όταν ακολουθεί φωνήεν)

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία