Ετυμολογία

επεξεργασία
εκθρονίζω, ήδη από το 1826 (ἐκθρονίζω)[1] < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική détrôner. Μορφολογικά αναλύεται σε εκ- + -θρονίζω κατά το ενθρονίζω.[2]

εκθρονίζω, αόρ.: εκθρόνισα, παθ.φωνή: εκθρονίζομαι, π.αόρ.: εκθρονίστηκα, μτχ.π.π.: εκθρονισμένος

  1. (πολιτική) απομακρύνω, συνήθως με τη βία, κάποιον από το θρόνο του ή την εξουσία
  2. (μεταφορικά) εκτοπίζω κάποιον από την κορυφή κάποιου αξιολογικού πίνακα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. εκθρονίζω, σελ.ἐκθρονίζω, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. εκθρονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας