Ετυμολογία

επεξεργασία
ενθρονίζω < αρχαία ελληνική ἐνθρονίζω < ἐν + θρονίζομαι < θρόνος

ενθρονίζω (παθητική φωνή: ενθρονίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία