Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ενθρονιστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ενθρονιστικ
ός
η
ενθρονιστικ
ή
το
ενθρονιστικ
ό
γενική
του
ενθρονιστικ
ού
της
ενθρονιστικ
ής
του
ενθρονιστικ
ού
αιτιατική
τον
ενθρονιστικ
ό
την
ενθρονιστικ
ή
το
ενθρονιστικ
ό
κλητική
ενθρονιστικ
έ
ενθρονιστικ
ή
ενθρονιστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ενθρονιστικ
οί
οι
ενθρονιστικ
ές
τα
ενθρονιστικ
ά
γενική
των
ενθρονιστικ
ών
των
ενθρονιστικ
ών
των
ενθρονιστικ
ών
αιτιατική
τους
ενθρονιστικ
ούς
τις
ενθρονιστικ
ές
τα
ενθρονιστικ
ά
κλητική
ενθρονιστικ
οί
ενθρονιστικ
ές
ενθρονιστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ενθρονιστικός
<
ενθρονίζω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
ενθρονιστικός
που έχει σχέση με την
ενθρόνιση
ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ενθρονίζω
και
θρόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ενθρονιστικός