↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενθρονιστικός η ενθρονιστική το ενθρονιστικό
      γενική του ενθρονιστικού της ενθρονιστικής του ενθρονιστικού
    αιτιατική τον ενθρονιστικό την ενθρονιστική το ενθρονιστικό
     κλητική ενθρονιστικέ ενθρονιστική ενθρονιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενθρονιστικοί οι ενθρονιστικές τα ενθρονιστικά
      γενική των ενθρονιστικών των ενθρονιστικών των ενθρονιστικών
    αιτιατική τους ενθρονιστικούς τις ενθρονιστικές τα ενθρονιστικά
     κλητική ενθρονιστικοί ενθρονιστικές ενθρονιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενθρονιστικός < ενθρονίζω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ενθρονιστικός

  • που έχει σχέση με την ενθρόνιση ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία