ενθρονίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενθρονίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ενθρονίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ενθρονίζομαι | ενθρονιζόμουν(α) | θα ενθρονίζομαι | να ενθρονίζομαι | ||
β' ενικ. | ενθρονίζεσαι | ενθρονιζόσουν(α) | θα ενθρονίζεσαι | να ενθρονίζεσαι | (ενθρονίζου) | |
γ' ενικ. | ενθρονίζεται | ενθρονιζόταν(ε) | θα ενθρονίζεται | να ενθρονίζεται | ||
α' πληθ. | ενθρονιζόμαστε | ενθρονιζόμαστε ενθρονιζόμασταν |
θα ενθρονιζόμαστε | να ενθρονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ενθρονίζεστε | ενθρονιζόσαστε ενθρονιζόσασταν |
θα ενθρονίζεστε | να ενθρονίζεστε | (ενθρονίζεστε) | |
γ' πληθ. | ενθρονίζονται | ενθρονίζονταν ενθρονιζόντουσαν |
θα ενθρονίζονται | να ενθρονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ενθρονίστηκα | θα ενθρονιστώ | να ενθρονιστώ | ενθρονιστεί | ||
β' ενικ. | ενθρονίστηκες | θα ενθρονιστείς | να ενθρονιστείς | ενθρονίσου | ||
γ' ενικ. | ενθρονίστηκε | θα ενθρονιστεί | να ενθρονιστεί | |||
α' πληθ. | ενθρονιστήκαμε | θα ενθρονιστούμε | να ενθρονιστούμε | |||
β' πληθ. | ενθρονιστήκατε | θα ενθρονιστείτε | να ενθρονιστείτε | ενθρονιστείτε | ||
γ' πληθ. | ενθρονίστηκαν ενθρονιστήκαν(ε) |
θα ενθρονιστούν(ε) | να ενθρονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ενθρονιστεί | είχα ενθρονιστεί | θα έχω ενθρονιστεί | να έχω ενθρονιστεί | ενθρονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ενθρονιστεί | είχες ενθρονιστεί | θα έχεις ενθρονιστεί | να έχεις ενθρονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ενθρονιστεί | είχε ενθρονιστεί | θα έχει ενθρονιστεί | να έχει ενθρονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ενθρονιστεί | είχαμε ενθρονιστεί | θα έχουμε ενθρονιστεί | να έχουμε ενθρονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ενθρονιστεί | είχατε ενθρονιστεί | θα έχετε ενθρονιστεί | να έχετε ενθρονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ενθρονιστεί | είχαν ενθρονιστεί | θα έχουν ενθρονιστεί | να έχουν ενθρονιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενθρονίζομαι
|