εξαερισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksa.e.ɾiˈzmos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαερισμός αρσενικό
- η απομάκρυνση του αέρα από κάποιον (κλειστό) χώρο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξαερισμός