πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αερισμός οι αερισμοί
      γενική του αερισμού των αερισμών
    αιτιατική τον αερισμό τους αερισμούς
     κλητική αερισμέ αερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αερισμός < (αερίζω) αερισ- + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική aération)
ἀερισμός (μαρτυρείται από το 1889)[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αερισμός αρσενικό

  • (συγκεκριμένα) η ανανέωση του αέρα σε έναν κλειστό χώρο

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. αερισμός, σελ.16, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου