ventilation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ventilation (en) (μη μετρήσιμο)
- ο εξαερισμός
- ⮡ I installed a ventilation system.
- Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
- ⮡ I installed a ventilation system.