Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ventilation < ventilate + -ion

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ventilation (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο εξαερισμός
    I installed a ventilation system.
    Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ventilation (fr)

  1. ο αερισμός, το αέρισμα
  2. η μοιρασιά, το μοίρασμα