ventilation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ventilation (en) (μη μετρήσιμο)
- ο εξαερισμός
- ↪ I installed a ventilation system.
- Εγκατέστησα σύστημα εξαερισμού.
- ↪ I installed a ventilation system.
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ventilation (fr)