μοιρασιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιρασιά | οι | μοιρασιές |
γενική | της | μοιρασιάς | των | μοιρασιών |
αιτιατική | τη | μοιρασιά | τις | μοιρασιές |
κλητική | μοιρασιά | μοιρασιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μοιρασιά < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μοιρασιά θηλυκό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μοιρασιά