ventilate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | ventilate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | ventilates |
αόριστος | ventilated |
παθητική μετοχή | ventilated |
ενεργητική μετοχή | ventilating |
Ρήμα
επεξεργασίαventilate (en)
- (συνήθως στην παθητική φωνή) αερίζω, επιτρέπω στον καθαρό αέρα να εισέλθει και να κινηθεί σε ένα χώρο
- ⮡ The theater is well-ventillated/ventilated well.
- Το θέατρο αερίζεται καλά.
- ⮡ The theater is well-ventillated/ventilated well.
Πηγές
επεξεργασία- ventilate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 15. ISBN 9780194325684., λήμμα: αερίζω