ενεστώτας ventilate
γ΄ ενικό ενεστώτα ventilates
αόριστος ventilated
παθητική μετοχή ventilated
ενεργητική μετοχή ventilating

ventilate (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) αερίζω, επιτρέπω στον καθαρό αέρα να εισέλθει και να κινηθεί σε ένα χώρο
    ⮡  The theater is well-ventillated/ventilated well.
    Το θέατρο αερίζεται καλά.