πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίταση οι επιτάσεις
      γενική της επίτασης* των επιτάσεων
    αιτιατική την επίταση τις επιτάσεις
     κλητική επίταση επιτάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιτάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
επίταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπίτα(σις) + -ση[1] Συγχρονικά αναλύεται σε επί- + τάση  δείτε το αρχαίο τάσσω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

επίταση θηλυκό

  1. η αύξηση έντασης, το δυνάμωμα
      όταν καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, αυτό αποτελεί δυνητικό παράγοντα επίτασης μιάς κρίσης χρέους
  2. η επιδείνωση
  3. (γραμματική) η ενίσχυση της έννοιας μιάς λέξης με άλλη λέξη ή μόριο
     δείτε τη λέξη επιτατικός

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία