Δείτε επίσης: έκφυλος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔκφυλος τὸ ἔκφυλον
      γενική τοῦ/τῆς ἐκφύλου τοῦ ἐκφύλου
      δοτική τῷ/τῇ ἐκφύλ τῷ ἐκφύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔκφυλον τὸ ἔκφυλον
     κλητική ! ἔκφυλε ἔκφυλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔκφυλοι τὰ ἔκφυλ
      γενική τῶν ἐκφύλων τῶν ἐκφύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐκφύλοις τοῖς ἐκφύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐκφύλους τὰ ἔκφυλ
     κλητική ! ἔκφυλοι ἔκφυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκφύλω τὼ ἐκφύλω
      γεν-δοτ τοῖν ἐκφύλοιν τοῖν ἐκφύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἔκφυλος (ελληνιστική κοινή) < ἔκ- + φυλ(ή) + -ος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: έκφυλος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἔκφυλος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

  1. ξένος, αλλόφυλος
     αντώνυμα: ἔμφυλος
  2. αλλόκοτος, παράξενος, φρικτός
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Καίσαρ, 69.6 @scaife.perseus
    καὶ πρός τὸ τοῦ λύχνου φῶς ἤδη καταφερομένου σκεψάμενος ὄψιν εἶδε φοβερὰν ἀνδρὸς ἐκφύλου τὸ μέγεθος καὶ χαλεποῦ τὸ εἶδος, ἐκπλαγεὶς δὲ τὸ πρῶτον, ὡς ἑώρα μήτε πράττοντά τι μήτε φθεγγόμενον, ἀλλὰ ἑστῶτα σιγῇ παρὰ τὴν κλίνην, ἠρώτα ὅστίς ἐστιν.
  3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) παράξενο, αλλόκοτο, αφύσικο
    ※  4ος κε αιώνας Γρηγόριος Νύσσης, Antirrheticus adversus Apollinarium, @catholiclibrary.org
    εἰ γὰρ νοερὰ ψυχὴ καὶ σῶμα τὸ ἀνθρώπινον σύγκριμα, μήτε δὲ τὸ σῶμα τοῦτο μήτε ἡ ψυχὴ ἐκείνη ἐν τῷ παρ' αὐτοῦ ἀναπλασθέντι ἐστί, πῶς δέχεται τὴν ὁμοίωσιν τοῦ ἀνθρώπου τὸ τῆς ἡμετέρας ἔκφυλον φύσεως;

Παράγωγα

επεξεργασία