φῦλον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | φῦλον | τὰ | φῦλᾰ |
γενική | τοῦ | φύλου | τῶν | φύλων |
δοτική | τῷ | φύλῳ | τοῖς | φύλοις |
αιτιατική | τὸ | φῦλον | τὰ | φῦλᾰ |
κλητική ὦ! | φῦλον | φῦλᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φύλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φύλοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαφῦλον < φύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφῦλον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- φῦλον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φῦλον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.