παραλυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παραλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλύω
Μετοχή
επεξεργασία
παραλυμένος, -η, -ο
- που έχει παραλύσει, πχ. από φόβο
- (μεταφορικά) ανόητος, χαζός
- σταμάτα να κάνεις χαζομάρες, παραλυμένο