Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραλυμένος η παραλυμένη το παραλυμένο
      γενική του παραλυμένου της παραλυμένης του παραλυμένου
    αιτιατική τον παραλυμένο την παραλυμένη το παραλυμένο
     κλητική παραλυμένε παραλυμένη παραλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραλυμένοι οι παραλυμένες τα παραλυμένα
      γενική των παραλυμένων των παραλυμένων των παραλυμένων
    αιτιατική τους παραλυμένους τις παραλυμένες τα παραλυμένα
     κλητική παραλυμένοι παραλυμένες παραλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλύω

  Μετοχή επεξεργασία

παραλυμένος, -η, -ο

  1. που έχει παραλύσει, πχ. από φόβο
  2. (μεταφορικά) ανόητος, χαζός
    σταμάτα να κάνεις χαζομάρες, παραλυμένο

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία