paralysé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | paralysé | paralysés |
θηλυκό | paralysée | paralysées |
Επίθετο επεξεργασία
paralysé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | paralysé | paralysés |
θηλυκό | paralysée | paralysées |
paralysé (fr)