Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναλυμένος η αναλυμένη το αναλυμένο
      γενική του αναλυμένου της αναλυμένης του αναλυμένου
    αιτιατική τον αναλυμένο την αναλυμένη το αναλυμένο
     κλητική αναλυμένε αναλυμένη αναλυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναλυμένοι οι αναλυμένες τα αναλυμένα
      γενική των αναλυμένων των αναλυμένων των αναλυμένων
    αιτιατική τους αναλυμένους τις αναλυμένες τα αναλυμένα
     κλητική αναλυμένοι αναλυμένες αναλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναλυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναλύω. Μορφολογικά αναλύεται σε ανα- λυμένος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐λυ‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

αναλυμένος, -η, -ο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία